- έδος
- ἕδος, το (Α)1. κάθισμα, θρόνος2. κατοικία, διαμονή, ιδίως θεών («ἵκοντο θεῶν ἕδος», Ιλ.)3. τόπος διαμονής («ἕδος Ἰθάκης»Ιθάκη, Οδ.)4. άγαλμα καθισμένου θεού5. ναός6. θεμέλιο, βάση7. το να καθίσει κάποιος κάπου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε IE *sedos, που θεωρείται μεταρρηματικό παράγωγο ενός αρχικού ρήματος με τη σημασία «κάθομαι» (πρβλ. έζομαι). Η λ. έδος χρησιμοποιήθηκε στην αττική διάλεκτο για να δηλώσει τα αγάλματα τών θεών (πρβλ. αρχ. ινδ. sadas «κάθισμα, διαμονή», αρχ. νορβ. setr, αρχ. περσ. hadiš «κατοικία, παλάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.